«Το Ρέθεμνος είναι μια μικρή πολιτεία μ’ εφτά ἴσαμε ὀχτώ χιλιάδες ψυχές χτισμένη γιαλό-γιαλό στη βορινή στεριά τῆς Κρήτης, ἀπάνω στο μεσοστράτι ἀπο Χανιά σε μεγαλόκαστρο.». Έτσι περιγράφει ο Π. Πρεβελάκης το Ρέθυμνο των μέσων του περασμένου αιώνα, το οποίο ασφυκτιούσε από τα ενετικά τείχη περιοριζόμενο στα στενά όρια μιας μικρής χερσονήσου. Σήμερα στο Ρέθυμνο του 21ου αιώνα και των 29.480 ψυχών έχουν αλλάξει πολλά. Ο τουρισμός και το πανεπιστήμιο αποτελούν τους σύγχρονους μοχλούς ανάπτυξης της πόλης, η οποία διψασμένη για απλοχωριά ξεχύνεται πλέον στα καμποχώραφα και τα βουνά.
Στους πρόποδες του ίδιου όρους όπως μαρτυράει το εκτεταμένο αρχαίο νεκροταφείο των Αρμένων (Εικ.2), την Υστερομινωική περίοδο εικάζεται ότι υπήρξε ένα σύνολο σημαντικών οικισμών, επίνειο των οποίων φαίνεται να αποτελούσε η αρχαία Ρίθυμνα. Τάφοι Υστερομινωικής περιόδου έχουν βρεθεί και στη πόλη του Ρεθύμνου, στην περιοχή μεταξύ «Πολυκλαδικού» και Σχολής Χωροφυλακής στα τέλη του 19ου αιώνα. Στη συγκεκριμένη περιοχή επίσης το 1947 κατά τη διάρκεια εργασιών θεμελίωσης σπιτιού, στη συμβολή των οδών Σαθά και Μαρκέλλου, ανακαλύφθηκε ένας πεταλόσχημος λαξευτός τάφος ΥΜΙΙΙ περιόδου. Κάποια απο τα κτερίσματα του συγκεκριμένου τάφου (Εικ. 3) διασώθηκαν χάρη στην έγκαιρη παρέμβαση του καθηγητή και έφορου αρχαιοτήτων Δημητρίου Δαφέρμου.
Κατά τους ιστορικούς χρόνους η Ρίθυμνα ήταν μια μικρή κώμη. Κυρίαρχο ρόλο εκείνη την περίοδο, στην ευρύτερη περιοχή, είχαν οι αρχαίες πόλεις της ενδοχώρας όπως η Αξός , η Ελεύθερνα και η Ονυθέ. Στη συνέχεια κατά τη διάρκεια ανακατατάξεων των ελληνιστικών χρόνων και την Pax Romana των ρωμαϊκών, δημιουργήθηκαν οι συνθήκες που επέτρεψαν την εξέλιξη της αρχαίας Ρίθυμνας από ένα μικρό επίνειο στη σημαντικότερη πόλη όλης της περιοχής.
Στις περιόδους αυτές σύμφωνα με τον K. Καλοκύρη ανήκουν αρκετές επιγραφές, νομίσματα αλλά και οι πρώτες αναφορές συγγραφέων που αφορούν την αρχαία Ρίθυμνα. Το εθνικό όνομα «Ρειθυμνιάτης» αναφέρεται πρώτη φορά από το ποιητή και φιλόλογο της ελληνιστικής εποχής Λυκόφρων το 4ο π.Χ. αιώνα στο ποίημα του «Αλεξάνδρα». Καθώς επίσης και από το συγγραφέα Στέφανο Βυζάντιο τον 6ο μ.Χ. αιώνα στο έργο του «Εθνικά». Ενώ το τοπωνύμιο «Ρίθυμνα» αναφέρεται πρώτη φορά από το Ρωμαίο συγγραφέα και στρατιωτικό Πλύνιο το πρεσβύτερο το 79 μ.Χ. , από τον Έλληνα γεωγράφο και αστρονόμο Κλαύδιο Πτολεμαίο το 2ο μ.Χ. αιώνα και από το Ρωμαίο σοφιστή Κλαύδιο Αιλιανό το 3ο μ.Χ. αιώνα.
Σύμφωνα με αναπαραστάσεις νομισμάτων στην αρχαία Ρίθυμνα εικάζεται ότι λατρευόταν η Θεά Αθηνά και ο Θεός Απόλλωνας (Εικ. 4). Με τη Ροκκαία Άρτεμη να αναφέρεται από τον Αιλιανό στο έργο του « de natura animalium» ως μία ακόμα θεότητα στο πάνθεον της αρχαίας Ρίθυμνας. Η κοπή νομισμάτων φανερώνει ότι την ελληνιστική περίοδο η πόλη ήταν ανεξάρτητη.Στην ελληνιστική περίοδο φαίνεται να ανήκει και το μνημείο (τάφος ; ) που είχε ανακαλυφθεί κατά τη διάρκεια εκσκαφών στην οδό Τιμ. Βάσσου (Εικ. 5). Ενώ η συστηματική αναφορά της πόλης από αρκετούς συγγραφείς, υποδηλώνει μια πρώτη περίοδο ακμής.
Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο που διήρκησε στη Κρήτη από το 67 π.Χ. έως το 395 μ.Χ. το επίκεντρο της περιοχής, όπως μαρτυρούν τα εκτεταμένα νεκροταφεία της περιόδου αυτής που βρέθηκαν στο Σταυρωμένο και στο Σφακάκι, μάλλον μεταφέρθηκε ανατολικότερα της σημερινής πόλης. Ενώ στη περίοδο αυτή φαίνεται να ανήκουν και κάποια ευρήματα (κρηπίδωμα, ψηφιδωτό δάπεδο, βάση και τμήμα κίονα) που βρέθηκαν το 1953 στη πόλη του Ρεθύμνου κατά τη διαμόρφωση της πλατείας Πλαστήρα.
Στη συνέχεια με τη διάσπαση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η αρχαία Ρίθυμνα όπως και ολόκληρη η Κρήτη εντάχτηκε στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, ξεκινώντας για το νησί η Ά βυζαντινή περίοδος, η οποία διήρκησε απο το 395 μ.Χ. έως το 824 μ.Χ. Κατά τη περίοδο αυτή στη περιοχή του νομού Ρεθύμνης ιδρύθηκαν οι επισκοπές Λάππης (Λάμπης), Οαξού, Συβρίτου και Ελευθέρνης και ανεγέρθηκε σημαντικός αριθμός παλαιοχριστιανικών ναών[1]. Η απουσία έδρας επισκοπής αλλά και έλλειψη ευρημάτων και πληροφοριών μαρτυρούν ότι η Ρίθυμνα τη πρώτη βυζαντινή περίοδο μάλλον ήταν μια ασήμαντη κώμη. Το 824 με την κατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες, ξεκίνησε η αραβική περίοδος στο νησί, η οποία διήρκησε έως το 961. Μοναδικό στοιχείο ανθρώπινης παρουσίας της περιόδου αυτής στη πόλη είναι τα 8 χάλκινα αραβικά νομίσματα που βρέθηκαν στη περιοχή και φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου.
Με την ανακατάληψη της Κρήτης το 961 από το Νικηφόρο Φωκά ξεκίνησε για το νησί η ΄Β βυζαντινή περίοδος η οποία διήρκησε έως το 1204. Τη περίοδο αυτή το Ρέθυμνο εξακολουθεί να μην έχει έδρα επισκοπής, ανήκοντας μάλλον στην επικράτεια της επισκοπής Καλαμώνος, η οποία ιδρύθηκε στα τέλη του 12ου αιώνα στο σημερινό χωριό μεγάλη Επισκοπή. Την Ά & ΄Β Βυζαντινή περίοδο πιθανότατα οικοδομήθηκε ο μικρός οικισμός δυτικά του λιμανιού που ήταν γνωστός ως παλαιόκαστρο ή Castel Vecchio - Antico Castello - Castrum Rethemi. Ενώ την ίδια περίοδο είναι πιθανόν να δημιουργήθηκε ένας μικρότερος οικισμός στους πρόποδες του λόφου του Τιμίου Σταυρού πλαισιωμένος νότια και δυτικά από αρκετά μοναστήρια
Η οθωμανική περίοδος διήρκησε στο Ρέθυμνο από το 1646 έως το 1898. Κατά τη περίοδο αυτή η ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ μουσουλμάνων και Χριστιανών διακοπτόταν συχνά πυκνά από βίαιες επαναστατικές εξεγέρσεις. Σε μια από αυτές στις 8-9 Νοεμβρίου του 1866 συντελέστηκε το ολοκαύτωμα της μονής Αρκαδίου που συγκίνησε όλη την Ευρώπη και αποτέλεσε για τη Κρήτη το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός στον απελευθερωτικό αγώνα εναντίων των Οθωμανών. Κατά την οθωμανική περίοδο κατασκευάστηκαν οι οικίες στη ΒΑ πλευρά της οδού Αρκαδίου, οι φυλακές απέναντι από τη Φορτέτζα, η Νομαρχία (σημ. αντιπεριφέρεια), τα τζαμιά, οι μιναρέδες και αρκετά ακόμα κτήρια. Ενώ τη περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας (1830-1840) κατασκευάστηκε ο φάρος του ενετικού λιμανιού που αποτελεί ένα από τα εμβληματικότερα κατασκευάσματα της πόλης.
Την οθωμανική περίοδο διαδέχθηκε η περίοδος αυτονομίας της Κρητικής πολιτείας (1898-1913) κατά την οποία το Ρέθυμνο βρισκόταν από το 1898 έως το 1909 υπό την εποπτεία των Ρωσικών ένοπλων δυνάμεων. Την περίοδο αυτή με τη συνδρομή των Ρώσων, κατασκευάστηκαν επίσης αρκετά σημαντικά δημόσια κτήρια όπως οι Ρωσικοί στρατώνες στη περιοχή της Σοχώρας, το καμπαναριό της Μητρόπολης, και το Τσάρειο νοσοκομείο στη περιοχή της Σχολής Χωροφυλακής .
Τέλος, το Ρέθυμνο, όπως και η υπόλοιπη Κρήτη, το 1913 ενώνεται με την υπόλοιπη Ελλάδα ξεκινώντας την νεότερη ιστορία του. Σημαντικότερο γεγονός της οποίας υπήρξε η μάχη της Κρήτης που έλαβε χώρα το Μάιο του 1941. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής στο Ρέθυμνο κατασκευάστηκαν διάφορα οχυρωματικά έργα τα οποία περιλάμβαναν μεταξύ άλλων τη δημιουργία αρκετών υπόγειων στοών. Οι στοές αυτές υπάρχουν ακόμα και σήμερα στο Κουμπέ, στο Τίμιο Σταυρό, στα Τρία μοναστήρια, στον Ευλιγιά και στο Σταυρωμένο.
Γιώργος Γαβαλάς 25/1/2024
[1] Σύμφωνα με στοιχεία της Ιεράς Μητρόπολης Ρεθύμνου & Αυλοποτάμου στη περιφέρεια του δήμου Ρεθύμνης έχουν εντοπιστεί 6 παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Ά Βυζαντινή περιόδου. Ενώ σύμφωνα με την ίδια πηγή ,ο αριθμός τους για όλο το νομό ανέρχεται στις 20.